- κτιστός
- κτιστός , -ή, -όтварный, сотворенный:
ο κτιστός κόσμος — тварный мир (в противопоставление нетварному, духовному миру (ο άκτιστος κόσμος))
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
ο κτιστός κόσμος — тварный мир (в противопоставление нетварному, духовному миру (ο άκτιστος κόσμος))
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
κτιστός — wrought masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστός — ή, ό (AM κτιστός, ή, όν) [κτίζω] κτισμένος, οικοδομημένος νεοελλ. κατασκευασμένος με τοιχοποιία μσν. αρχ. 1. δημιουργημένος, πλασμένος από τον θεό 2. υλικός, υπαρκτός αρχ. σφυρηλατημένος, επεξεργασμένος, δουλεμένος. επίρρ... κτιστά (AM κτιστῶς)… … Dictionary of Greek
κτιστά — κτιστός wrought neut nom/voc/acc pl κτιστά̱ , κτιστός wrought fem nom/voc/acc dual κτιστά̱ , κτιστός wrought fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστόν — κτιστός wrought masc acc sg κτιστός wrought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτισταῖς — κτιστός wrought fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτισταί — κτιστός wrought fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστοῖς — κτιστός wrought masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστοῖσιν — κτιστός wrought masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστοί — κτιστός wrought masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστοῦ — κτιστός wrought masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστούς — κτιστός wrought masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)